- ἐπιπομπεύειν
- ἐπιπομπεύωtriumph overpres inf act (attic epic)ἐπιπομπεύωtriumph overpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπομπεύω — ἐπιπομπεύω (Α) [πομπεύω] τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek